- λιπομαρτύριον
- λιπομαρτύριον, τὸ (Α)1. η μη προσέλευση μάρτυρα στο δικαστήριο, η λιπομαρτυρία2. φρ. «λιπομαρτυρίου δίκη» — η δίκη που εγειρόταν από έναν διάδικο εναντίον μάρτυρα ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα καταθέσει αλλά δεν προσήλθε στο δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + μαρτύρων].
Dictionary of Greek. 2013.